warmly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | warmly |
συγκριτικός | more warmly |
υπερθετικός | most warmly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]warmly (en)
- ζεστά
- ⮡ Dress warmly so you don’t catch a cold!
- Ντύσου ζεστά για να μην κρυώσεις!
- ⮡ Dress warmly so you don’t catch a cold!