voie lactée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
voie lactée | voies lactées |
voie lactée (fr) θηλυκό
- ο γαλαξίας
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
voie lactée | voies lactées |
voie lactée (fr) θηλυκό