virus

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
virus viruses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

virus (en)

  1. ο ιός
    ⮡  the rabies virus - ο ιός της λύσσας
    ⮡  We can’t find the virus in your blood.
    Δεν μπορούμε να βρούμε τον ιό στο αίμα σου.
  2. (ανεπίσημο) η ίωση
    ⮡  There are many different viruses in the winter.
    Υπάρχουν πολλές διαφορετικές ιώσεις τον χειμώνα.
  3. (πληροφορική) computer virus

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
virus < λατινική

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vi.ʁys/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
virus virus

virus (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

virus (es) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

virus (it)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

virus (la)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

virus (fi)