training
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]training (en)
- η εκπαίδευση, η κατάρτιση, η διαδικασία εκμάθησης των δεξιοτήτων που χρειάζομαι για να κάνω μια δουλειά
- ↪ Training of the employees will last three months.
- Η εκπαίδευση των υπαλλήλων θα κρατήσει τρεις μήνες.
- ↪ a car mechanic vocational training center - κέντρο επαγγελματικής κατάρτισης μηχανικών αυτοκινήτων
- ↪ Training of the employees will last three months.
- η προπόνηση, η διαδικασία προετοιμασίας για συμμετοχή σε αθλητικό αγώνα με σωματική άσκηση
- ↪ Training includes calisthenics, weights, and running.
- Η προπόνηση περιλαμβάνει ασκήσεις γυμναστικής, βάρη και τρέξιμο.
- ↪ Training includes calisthenics, weights, and running.
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]training (en)