tomorrow

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

tomorrow (en) (χωρίς παραθετικά)

  • αύριο
    ⮡  Come again tomorrow morning.
    Έλα ξανά αύριο το πρωί.