taŭgi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

taŭgi < γερμανική taugen

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : / ˈtaw.ɡi/
ρήμα taŭgi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας taŭgas taŭganta taŭgata
αόριστος taŭgis taŭginta taŭgita
μέλλοντας taŭgos taŭgonta taŭgota
υποθετική taŭgus - -
προστακτική taŭgu - -

taŭgi (eo)