shall

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας shall
γ΄ ενικό ενεστώτα shall
αόριστος should
παθητική μετοχή
ενεργητική μετοχή

shall (en) (ελλειπτικό ρήμα, ανώμαλο βοηθητικό ρήμα, modal verb, ειδικά βρετανικά αγγλικά)

  1. θα, χρησιμοποιείται με το I ή το we για να μιλήσω για το μέλλον
    ⮡  I shall arrive tomorrow./I'll arrive tomorrow.
    Θα φτάσω αύριο.
    ⮡  We shall arrive tomorrow./We'll arrive tomorrow.
    Θα φτάσουμε αύριο.
  2. να, θα ήθελα να, χρησιμοποιείται σε ερωτήσεις με το I ή το we για να κάνω προσφορές και προτάσεις ή για να ζητήσω συμβουλές
    ⮡  Shall I open the window?
    Να ανοίξω το παράθυρο;
    ⮡  I asked him if the boy shall wait.
    Τον ρώτησα αν θα ήθελε να περιμένει το παιδί.
  3. (επίσημο) θα, χρησιμοποιείται για να δείξω ότι είμαι αποφασισμένος ή για να δώσω εντολή ή οδηγία
    ⮡  You say you will not do it but I say you shall do it.
    Εσύ λες ότι δεν θα το κάμεις αλλά εγώ λέω ότι θα το κάμεις.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • 'll (συναίρεση)