saluto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
saluto < salut + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική saluto salutoj
αιτιατική saluton salutojn

saluto (eo)


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
saluto < salus • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /saˈluː.toː/

saluto (la) (salūtō1, salūtāvī, salūtātum, salūtāre)

  1. προσαγορεύω
  2. χαιρετώ