statua

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
statua statue

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
statua < λατινική statua

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsta.tu.a/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

statua (it) θηλυκό



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsta.tu.a/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

statua (la) θηλυκό