reprehend
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | reprehend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reprehends |
αόριστος | reprehended |
παθητική μετοχή | reprehended |
ενεργητική μετοχή | reprehending |
Ρήμα
[επεξεργασία]reprehend (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- reprehend - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)