rent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rent | rents |
rent (en)
- το ενοίκιο
- ⮡ I owe two months’ rent.
- Οφείλω ενοίκια δύο μηνών.
- ⮡ I owe two months’ rent.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | rent |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rents |
αόριστος | rented |
παθητική μετοχή | rented |
ενεργητική μετοχή | renting |
rent (en)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]rent (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 294. ISBN 9780194325684., λήμμα: ενοικιάζω, ενοίκιο