provocative
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | provocative |
συγκριτικός | more provocative |
υπερθετικός | most provocative |
Επίθετο
[επεξεργασία]provocative (en)
- προκλητικός, προορίζεται να θυμώσει ή να αναστατώσει τους ανθρώπους. που σκοπεύει να κάνει τους ανθρώπους να μαλώνουν για κάτι
- ⮡ a provocative waste of money - προκλητική σπατάλη χρημάτων
- ⮡ Don’t be so provocative.
- Μη γίνεσαι προκλητικός.
- ⮡ He was provocative in his answers.
- Στις απαντήσεις του ήταν προκλητικός.
- προκλητικός, που έχει σκοπό να διεγείρει κάποιον σεξουαλικά
- ⮡ a provocative look/outfit/cleavage - προκλητικό βλέμμα/ντύσιμο/ντεκολτέ
- ⮡ He’s sitting in a provocative position.
- Κάθισε σε μια προκλητική στάση.