provocative

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός provocative
συγκριτικός more provocative
υπερθετικός most provocative

Επίθετο

[επεξεργασία]

provocative (en)

  1. προκλητικός, προορίζεται να θυμώσει ή να αναστατώσει τους ανθρώπους. που σκοπεύει να κάνει τους ανθρώπους να μαλώνουν για κάτι
    ⮡  a provocative waste of money - προκλητική σπατάλη χρημάτων
    ⮡  Don’t be so provocative.
    Μη γίνεσαι προκλητικός.
    ⮡  He was provocative in his answers.
    Στις απαντήσεις του ήταν προκλητικός.
  2. προκλητικός, που έχει σκοπό να διεγείρει κάποιον σεξουαλικά
    ⮡  a provocative look/outfit/cleavage - προκλητικό βλέμμα/ντύσιμο/ντεκολτέ
    ⮡  He’s sitting in a provocative position.
    Κάθισε σε μια προκλητική στάση.

Σύνθετα

[επεξεργασία]