problem
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
problem | problems |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]problem (en)
- το πρόβλημα, μια δυσκολία που πρέπει να αντιμετωπιστεί
- ⮡ the housing problem - το πρόβλημα στέγης
- ⮡ Unemployment is a social problem.
- Η ανεργία είναι κοινωνικό πρόβλημα.
- ⮡ The workers asked the government for the solution to their problems.
- Οι εργαζόμενοι ζήτησαν από την κυβέρνηση την επίλυση των προβλημάτων τους.
- ≈ συνώνυμα: difficulty, issue και matter
- (μαθηματικά) το πρόβλημα
- ⮡ math problems - μαθηματικά προβλήματα
- ⮡ The problem allows for two different solutions.
- Το πρόβλημα επιδέχεται δύο διαφορετικές λύσεις.
- ⮡ There was a very difficult problem on the exam.
- Στις εξετάσεις μπήκε ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα.
Πηγές
[επεξεργασία]
Δανικά (da)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]problem (da)
- το πρόβλημα
Νορβηγικά (no)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]problem (no)
- το πρόβλημα
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]problem (pl) αρσενικό
- το πρόβλημα
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Σερβικά (sr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]problem (sr)
- λατινική γραφή του проблем
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]problem (sv)
- το πρόβλημα
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Μαθηματικά (αγγλικά)
- Δανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (δανικά)
- Νορβηγική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νορβηγικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Σερβική γλώσσα - λατινικό αλφάβητο
- Ουσιαστικά (σερβικά-λατινικό αλφάβητο)
- Σουηδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σουηδικά)