problem

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Problem, problém, problem-
      ενικός         πληθυντικός  
problem problems

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

problem (en)

  1. το πρόβλημα, μια δυσκολία που πρέπει να αντιμετωπιστεί
    ⮡  the housing problem - το πρόβλημα στέγης
    ⮡  Unemployment is a social problem.
    Η ανεργία είναι κοινωνικό πρόβλημα.
    ⮡  The workers asked the government for the solution to their problems.
    Οι εργαζόμενοι ζήτησαν από την κυβέρνηση την επίλυση των προβλημάτων τους.
     συνώνυμα:  difficulty, issue και matter
  2. (μαθηματικά) το πρόβλημα
    ⮡  math problems - μαθηματικά προβλήματα
    ⮡  The problem allows for two different solutions.
    Το πρόβλημα επιδέχεται δύο διαφορετικές λύσεις.
    ⮡  There was a very difficult problem on the exam.
    Στις εξετάσεις μπήκε ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

problem (da)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

problem (no)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

problem (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

problem (sr)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

problem (sv)