poire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- poire < δημώδης λατινική pira, πληθυντικός του κλασικού pirum
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
poire | poires |
poire (fr) θηλυκό
- (φρούτο) το αχλάδι
- αντικείμενο με μορφή αχλαδιού
- (λαϊκότροπο) το πρόσωπο, το μούτρο
- ⮡ il a pris un coup de poing en pleine poire : έφαγε μια μπουνιά στα μούτρα
- (λαϊκότροπο) χαζός, αφελής άνθρωπος, κορόιδο
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- être la poire: είμαι το θύμα
- être poire: παραείμαι υπομονητικός
- se sucer la poire: φιλιέμαι