Nothing Special »
Address
:
[go:
up one dir
,
main page
]
Include Form
Remove Scripts
Accept Cookies
Show Images
Show Referer
Rotate13
Base64
Strip Meta
Strip Title
Session Cookies
petrol
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
petrol
(en)
(
μη
μετρήσιμο
,
βρετανικά αγγλικά
)
η
βενζίνη
⮡
Petrol
prices have gone up again.
Ακρίβυνε πάλι η
βενζίνη
.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
gas
Πηγές
[
επεξεργασία
]
petrol
-
Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Βρετανικοί όροι (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Azərbaycanca
Bosanski
Čeština
English
Español
Eesti
فارسی
Suomi
Français
गोंयची कोंकणी / Gõychi Konknni
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
ລາວ
Malagasy
മലയാളം
Bahasa Melayu
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Oromoo
Polski
Português
Română
Русский
Sängö
Simple English
Slovenčina
Sunda
Svenska
தமிழ்
ไทย
Türkçe
اردو
Oʻzbekcha / ўзбекча
Tiếng Việt
Volapük
中文