peki

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
peki < pek- + -i
ρήμα peki
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας pekas pekanta pekata
αόριστος pekis pekinta pekita
μέλλοντας pekos pekonta pekota
υποθετική pekus - -
προστακτική peku - -

peki (eo)



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

peki (io)



Επίρρημα

[επεξεργασία]

peki (tr)