pastırma

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pastırma < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική باصدرمه‎ (basdırma), ρηματικό ουσιαστικό του ρήματος باصدرمق‎ (bastırmak, πιέζω) < απώτατη αρχή η πρωτοτουρκική *bas- (πιέζω).

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pastırma (tr)