pastırma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pastırma < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική باصدرمه (basdırma), ρηματικό ουσιαστικό του ρήματος باصدرمق (bastırmak, πιέζω) < απώτατη αρχή η πρωτοτουρκική *bas- (πιέζω).
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pastırma (tr)
Πηγές
[επεξεργασία]- pastırma - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν