levy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
levy | levies |
levy (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | levy |
γ΄ ενικό ενεστώτα | levies |
αόριστος | levied |
παθητική μετοχή | levied |
ενεργητική μετοχή | levying |
levy (en)