let know

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
let know < → δείτε τις λέξεις let και know

Έκφραση

[επεξεργασία]

let know (en)

  • (ιδιωματισμός) ενημερώνω, γνωρίζω, γνωστοποιώ, ειδοποιώ κάποιον, απαντάω σε κάποιον
    ⮡  Let me know as soon as you hear from him.
    Ενημέρωσέ με αμέσως μόλις πάρεις νέα του.
    ⮡  Please let me know the exact date.
    Παρακαλώ γνωρίστε μου την ακριβή ημερομηνία.
    ⮡  I will let you know in time.
    Θα σου γνωστοποιήσω έγκαιρα.
    ⮡  I will look at your proposals and I will let you know.
    Θα κοιτάξω τις προτάσεις σας και θα σας ειδοποιήσω.
    ⮡  He let me know he was ready.
    Με ειδοποίησε ότι ήταν έτοιμος.
    ⮡  I will think about it and let you know soon.
    Θα το σκεφτώ και θα σας απαντήσω σύντομα.