la
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Άρθρο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
la | les |
la (fr)
Αντωνυμία
[επεξεργασία]la (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]la (fr) αρσενικό άκλιτο
Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Άρθρο
[επεξεργασία]la (eo)
- το μοναδικό άρθρο της εσπεράντο
- la viro kaj la virino, ο άντρας και η γυναίκα
- mi vidis la filmojn, είδα τα έργα
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Άρθρο
[επεξεργασία]la (es) θηλυκό
- το θηλυκό οριστικό άρθρο, η
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | πρόσωπο | γένος | ονομαστική | αιτιατική | δοτική | αυτοπαθής | τονιζόμενη |
---|---|---|---|---|---|---|---|
ενικός | 1ο | — | yo | me | mí | ||
2ο | — | tú | te | ti | |||
3ο | αρσενικό | él | lo | le | se | él | |
θηλυκό | ella | la | ella | ||||
πληθυντικός | 1ο | αρσενικό | nosotros | nos | nosotros | ||
θηλυκό | nosotras | nosotras | |||||
2ο | αρσενικό | vosotros | os | vosotros | |||
θηλυκό | vosotras | vosotras | |||||
3ο | αρσενικό | ellos | los | les | se | ellos | |
θηλυκό | ellas | las | ellas |