luce
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]luce (en) θηλυκό (πληθυντικός luci)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]luce (it)
luce (en) θηλυκό (πληθυντικός luci)
luce (it)