kin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kin (en)
- (μη αριθμητό) ένας ή περισσότεροι συγγενείς, οικογένεια, σόι, το γένος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Ίντο (io)
[επεξεργασία]Αριθμητικό
[επεξεργασία]kin (io)