intelligentsia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
intelligentsia | intelligentsias |
intelligentsia (fr) θηλυκό
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
intelligentsia | intelligentsias |
intelligentsia (fr) θηλυκό
- η ιντελιγκέντσια, η διανόηση, οι διανοούμενοι