incline
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
incline | inclines |
incline (en)
- η κλίση (επιφάνειας)
- ⮡ the incline of the roof - η κλίση της στέγης
- ≈ συνώνυμα: inclination
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | incline |
γ΄ ενικό ενεστώτα | inclines |
αόριστος | inclined |
παθητική μετοχή | inclined |
ενεργητική μετοχή | inclining |
incline (en)