incline

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
incline inclines

incline (en)

ενεστώτας incline
γ΄ ενικό ενεστώτα inclines
αόριστος inclined
παθητική μετοχή inclined
ενεργητική μετοχή inclining

incline (en)

  1. γέρνω
  2. είμαι επιρρεπής σε κάτι, τείνω
    ⮡  I am inclined to believe that…
    Τείνω να πιστέψω ότι…