horticulture

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔʁ.ti.kyl.tyʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
horticulture horticultures

horticulture (fr) θηλυκό