hooch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hooch (en)

  1. φτηνό αλκοολούχο ποτό ή παράνομη μπόμπα
  2. σπιτικό αλκοολούχο ποτό