give in
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | give in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gives in |
αόριστος | gave in |
παθητική μετοχή | given in |
ενεργητική μετοχή | giving in |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]give in (en)
- υποκύπτω, υποχωρώ, ενδίδω
- ⮡ He was forced to give in to blackmail.
- Αναγκάστηκε να υποκύψει στον εκβιασμό.
- ⮡ After an hours long discussion, he gave in and accepted his proposals.
- Ύστερα από πολύωρη συζήτηση υποχώρησε και δέχτηκε τις προτάσεις του.
- ⮡ He preferred to resign rather than give in to their blackmail.
- Προτίμησε να παραιτηθεί παρά να ενδώσει στους εκβιασμούς τους.
- ⮡ He was forced to give in to blackmail.