floko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | floko | flokoj |
αιτιατική | flokon | flokojn |
floko (eo)
- η νιφάδα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | floko | flokoj |
αιτιατική | flokon | flokojn |
floko (eo)