finance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
finance | finances |
finance (en)
- (μη μετρήσιμο, ειδικά βρετανική σημασία) η χρηματοδότηση, τα χρήματα που χρησιμοποιούνται για μια επιχείρηση, μια δραστηριότητα ή ένα έργο
- ⮡ The bank undertook the finance of the sewage projects.
- Η τράπεζα ανέλαβε τη χρηματοδότηση των αποχετευτικών έργων.
- ≈ συνώνυμα: financing (αμερικανική σημασία)
- ⮡ The bank undertook the finance of the sewage projects.
- (μη μετρήσιμο) τα χρηματοοικονομικά, το να διαχειρίζομαι χρημάτων, ειδικά από κυβερνητικό ή εμπορικό οργανισμό
- ⮡ She works in the finance sector.
- Εργάζεται στον τομέα των χρηματοοικονομικών.
- ⮡ He studied finance at university.
- Σπούδασε χρηματοοικονομικά στο πανεπιστήμιο.
- ⮡ She works in the finance sector.
- (μόνο πληθυντικός) τα οικονομικά, τα χρήματα που είναι διαθέσιμα σε έναν άνθρωπο, έναν οργανισμό ή μια χώρα· ο τρόπος διαχείρισης αυτών των χρημάτων
- ⮡ The project’s finances are tightly controlled.
- Τα οικονομικά του έργου ελέγχονται αυστηρά.
- ⮡ His finances are in bad shape.
- Τα οικονομικά του είναι σε κακή κατάσταση.
- ⮡ The project’s finances are tightly controlled.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | finance |
γ΄ ενικό ενεστώτα | finances |
αόριστος | financed |
παθητική μετοχή | financed |
ενεργητική μετοχή | financing |
finance (en)
- χρηματοδοτώ
- ⮡ The company decided to finance the development of new products.
- Η εταιρεία αποφάσισε να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη νέων προϊόντων.
- ⮡ The bank financed the construction of the new building.
- Η τράπεζα χρηματοδότησε την ανέγερση του νέου κτιρίου.
- ⮡ The European Union finances programs to improve the environment.
- Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρηματοδοτεί προγράμματα για τη βελτίωση του περιβάλλοντος.
- ⮡ The company decided to finance the development of new products.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
finance | finances |
finance (fr) θηλυκό
- χρηματοοικονομικά
- γενικά, ο κόσμος της οικονομίας
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]finance (eo)
- με χρήμα, μέσω χρηματοδότησης