fin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fin (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fin < λατινική finis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fɛ̃/
 
ομόηχα: faim, feint

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fin fins

fin (fr) θηλυκό

  1. το τέλος, το πέρας, η λήξη
     συνώνυμα: limite, terme
     αντώνυμα: commencement, début
  2. ο σκοπός

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό fin fins
θηλυκό fine fines

fin (fr)

  1. ψιλός, λεπτός, λιανός
    pluie fine - ψιλή βροχή, ψιλόβροχο
     συνώνυμα: mince
     αντώνυμα: épais, gros
  2. (για χαρακτήρα) λεπτός, εκλεπτυσμένος
  3. (οικείο) έξυπνος

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fin (nl)