fin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fin (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fin | fins |
fin (fr) θηλυκό
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fin | fins |
θηλυκό | fine | fines |
fin (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fin (nl)
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Ομόηχα (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Επίθετα (γαλλικά)
- Οικείες σημασίες όρων (γαλλικά)
- Ολλανδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ολλανδικά)
- Εθνικά ονόματα (ολλανδικά)