espécie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
espécie | espécies |
espécie (pt) θηλυκό
- το είδος
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
espécie | espécies |
espécie (pt) θηλυκό