energy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
energy | energies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]energy (en)
- (μη μετρήσιμο) η ενεργητικότητα, η δραστηριότητα, η δύναμη, η προσπάθεια και ο ενθουσιασμός που απαιτούνται για σωματική ή πνευματική δραστηριότητα, εργασία κτλ.
- ↪ He is full of energy.
- Είναι γεμάτος ενεργητικότητα.
- ↪ The team entered the second half with energy.
- Με ενεργητικότητα η ομάδα μπήκε στο δεύτερο ημίχρονο.
- ↪ Though over 80, he is still full of energy.
- Αν και έχει περάσει τα 80, είναι ακόμα γεμάτος δραστηριότητα.
- ↪ He was praised for his energy.
- Επαινέθηκε για τη δραστηριότητά του.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη liveliness
- ↪ He is full of energy.
- (μόνο πληθυντικός) η δραστηριότητα, η σωματική και πνευματική προσπάθεια που χρησιμοποιώ για να κάνω κάτι
- ↪ He devoted all his energies to the peace campaign.
- Αφιέρωσε όλη του τη δραστηριότητα στην εκστρατεία ειρήνης.
- ↪ He devoted all his energies to the peace campaign.
- (μη μετρήσιμο, φυσική) η ενέργεια, μια πηγή που χρησιμοποιείται για την οδήγηση μηχανών, την παροχή θερμότητας κτλ.
- ↪ atomic/nuclear/solar energy - ατομική/πυρηνική/ηλικιακή ενέργεια
- ↪ the law of the conservation of energy - ο νόμος της διατήρησης της ενέργειας
- ↪ Energy has more weight in the increase of inflation.
- Η ενέργεια έχει μεγαλύτερη βαρύτητα στην αύξηση του πληθωρισμού.
Πηγές
[επεξεργασία]- energy - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 249, 291, 291-292. ISBN 9780194325684., λήμμα: δραστηριότητα, ενέργεια, ενεργητικότητα