energy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
energy energies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

energy (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η ενεργητικότητα, η δραστηριότητα, η δύναμη, η προσπάθεια και ο ενθουσιασμός που απαιτούνται για σωματική ή πνευματική δραστηριότητα, εργασία κτλ.
    He is full of energy.
    Είναι γεμάτος ενεργητικότητα.
    The team entered the second half with energy.
    Με ενεργητικότητα η ομάδα μπήκε στο δεύτερο ημίχρονο.
    Though over 80, he is still full of energy.
    Αν και έχει περάσει τα 80, είναι ακόμα γεμάτος δραστηριότητα.
    He was praised for his energy.
    Επαινέθηκε για τη δραστηριότητά του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη liveliness
  2. (μόνο πληθυντικός) η δραστηριότητα, η σωματική και πνευματική προσπάθεια που χρησιμοποιώ για να κάνω κάτι
    He devoted all his energies to the peace campaign.
    Αφιέρωσε όλη του τη δραστηριότητα στην εκστρατεία ειρήνης.
  3. (μη μετρήσιμο, φυσική) η ενέργεια, μια πηγή που χρησιμοποιείται για την οδήγηση μηχανών, την παροχή θερμότητας κτλ.
    atomic/nuclear/solar energy - ατομική/πυρηνική/ηλικιακή ενέργεια
    the law of the conservation of energy - ο νόμος της διατήρησης της ενέργειας
    Energy has more weight in the increase of inflation.
    Η ενέργεια έχει μεγαλύτερη βαρύτητα στην αύξηση του πληθωρισμού.