expulsion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
expulsion | expulsions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]expulsion (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μόνιμη αποβολή ενός μαθητή από το σχολείο του
- → δείτε τη λέξη suspension
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η έξωση, εκθρόνιση και υποχρεωτική απομάκρυνση ενός μονάρχη από τη χώρα
- ⮡ The expulsion of Othon from Greece.
- H έξωση του Όθωνα από την Ελλάδα.
- ⮡ The expulsion of Othon from Greece.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
expulsion | expulsions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]expulsion (fr) θηλυκό