explode
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | explode |
γ΄ ενικό ενεστώτα | explodes |
αόριστος | exploded |
παθητική μετοχή | exploded |
ενεργητική μετοχή | exploding |
Ρήμα
[επεξεργασία]explode (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) εκρήγνυμαι, σκάω