dom
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Σύμβολο
[επεξεργασία]dom (en)
- (βάσεις δεδομένων) συντομογραφία του domain, για το πεδίο ορισμού των γνωρισμάτων μιάς σχέσης
Βοσνιακά (bs)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dom (bs)
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dom (pl) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Σλοβακικά (sk)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dom (sk) αρσενικό