davantage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
davantage < d'avantage < de + avantage

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

davantage (fr)

Cela suffit, il n'en dira pas davantage. Αρκούν αυτά, δεν θα πει περισσότερα.
N'en demande pas davantage. Μη ζητάς περισσότερα.
Ce livre me plaît davantage. Αυτό το βιβλίο μου αρέσει περισσότερο.
N'attends pas davantage. Μην περιμένεις περισσότερο.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • davantage de περισσότεροι/περισσότερες/περισσότερα
Il faut davantage d'enseignants. Χρειάζονται περισσότεροι εκπαιδευτικοί.
  • davantage que περισσότερο από
Ce qu'il fait m'importe davantage que ce qu'il dit. Αυτό που κάνει με ενδιαφέρει περισσότερο από αυτό που λέει.

Αντώνυμα

[επεξεργασία]