critic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
critic | critics |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]critic (en)
- (επάγγελμα) ο/η κριτικός
- ⮡ a music critic - μουσικός κριτικός
- ο επικριτής, η επικρίτρια
- ⮡ a harsh critic of others - αυστηρός επικριτής των άλλων