contusion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

contusion (en)

  1. μώλωπας, εκχύμωση
  2. θλάση
    stomach contusion - θλάση στομάχου



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

contusion (fr) θηλυκό