climate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
climate | climates |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]climate (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το κλίμα, το σύνολο των ατμοσφαιρικών και μετεωρολογικών συνθηκών που επικρατούν σ΄ έναν τόπο
- ⮡ a temperate/Mediterranean climate - κλίμα εύκρατο/μεσογειακό
- ⮡ a warm/tropical climate - κλίμα θερμό/τροπικό
- το κλίμα, περιοχή με ιδιαίτερες καιρικές συνθήκες
- ⮡ The area has a humid climate.
- Η περιοχή έχει υγρό κλίμα.
- ⮡ The area has a humid climate.
- το κλίμα, το γενικότερο ψυχολογικό ή ηθικό περιβάλλον που επικρατεί σε μια δεδομένη στιγμή
- ⮡ the political climate in Greece - το πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα
- ⮡ The climate is not favorable for investments.
- Το κλίμα δεν είναι ευνοϊκό για επενδύσεις.