climate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
climate climates

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

climate (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το κλίμα, το σύνολο των ατμοσφαιρικών και μετεωρολογικών συνθηκών που επικρατούν σ΄ έναν τόπο
    ⮡  a temperate/Mediterranean climate - κλίμα εύκρατο/μεσογειακό
    ⮡  a warm/tropical climate - κλίμα θερμό/τροπικό
  2. το κλίμα, περιοχή με ιδιαίτερες καιρικές συνθήκες
    ⮡  The area has a humid climate.
    Η περιοχή έχει υγρό κλίμα.
  3. το κλίμα, το γενικότερο ψυχολογικό ή ηθικό περιβάλλον που επικρατεί σε μια δεδομένη στιγμή
    ⮡  the political climate in Greece - το πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα
    ⮡  The climate is not favorable for investments.
    Το κλίμα δεν είναι ευνοϊκό για επενδύσεις.