capo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
capo | capi |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]capo (it) αρσενικό
- το κεφάλι
- (μεταφορικά) ο προϊστάμενος
- (γεωγραφία) το ακρωτήριο