boo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

boo (en)

  • ου, γιούχα, έκφραση αποδοκιμασίας, σε γιουχάισμα
    ⮡  Booooooo!” people shouted.
    «Ουουου!» φώναζε ο κόσμος.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
boo boos

boo (en)

  • η αποδοκιμασία, το γιούχα, ένας ήχος που κάνουν οι άνθρωποι για να δείξουν ότι δεν τους αρέσει ένας ηθοποιός, ομιλητής κτλ.
    ⮡  a mixed reception with cheers and boos - ανάμικτη υποδοχή με επευφημίες και αποδοκιμασίες
    ⮡  The boos of the fans directed at the referee were intense after the final whistle of the match.
    Η αποδοκιμασία των οπαδών κατά του διαιτητή ήταν έντονη μετά το τελευταίο σφύριγμα του αγώνα.
    ⮡  He didn’t have the time to speak and the boos began.
    Δεν πρόλαβε να μιλήσει και άρχισαν τα γιούχα.
ενεστώτας boo
γ΄ ενικό ενεστώτα boos
αόριστος booed
παθητική μετοχή booed
ενεργητική μετοχή booing

boo (en)

  • γιουχαΐζω, γιουχάρω
    ⮡  The speaker was booed.
    Ο ομιλητής γιουχαΐστηκε.
    ⮡  When the players of the other team came onto the field, all the home team fans started to boo them.
    Όταν οι παίκτες της αντίπαλης ομάδας μπήκαν στο γήπεδο όλοι οι φίλοι άρχισαν να τους γιουχάρουν.