big

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός big
συγκριτικός bigger
υπερθετικός biggest

Επίθετο

[επεξεργασία]

big (en)

  1. μεγάλος σε μέγεθος, βαθμό, ποσότητα κτλ.
    a big tree/child/house - μεγάλο δέντρο/παιδί/σπίτι
    a big city/effort/personality - μεγάλη πόλη/προσπάθεια/προσωπικότητα
    a big crowd of people - μεγάλο πλήθος ανθρώπων
    the big banks - οι μεγάλες τράπεζες
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη large
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό, μάλλον ανεπίσημο) μεγάλος, σπουδαίος
    the big boss - το μεγάλο αφεντικό
    the big question - το μεγάλο ερώτημα
    It’s a big day/moment for us.
    Είναι μεγάλη μέρα/στιγμή για μας.
    one of the biggest factors - ένας από τους πιο σπουδαίους παράγοντες
    That’s big news!
    Σπουδαία νέα!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη important
  3. μεγάλος, κάνω κάτι συχνά ή σε μεγάλο βαθμό
    a big drinker/eater - μεγάλος πότης/φαγάς
    He’s a big liar.
    Είναι μεγάλος ψεύτης.
  4. μεγάλος, ευγενικός ή γενναιόδωρος
    He has a big heart.
    Έχει μεγάλη καρδιά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη generous