benzina
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- benzina < γερμανική Benzin (προφορά /bɛnˈt͡siːn/)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: μπενζίνα & βενζίνα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /benˈd͡zi.na/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]benzina (it) θηλυκό
- η βενζίνη