because
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Σύνδεσμος
[επεξεργασία]because (en)
- επειδή, γιατί, διότι, λόγω, για, ως αιτιολογικός σύνδεσμος που αναφέρεται στο λόγο την αιτία ή το σκοπό μιας πράξης
- ⮡ He left because he was ill.
- Έφυγε επειδή ήταν άρρωστος.
- ⮡ Because you went out without your coat, you are now ill.
- Για να βγεις χωρίς παλτό, είσαι τώρα άρρωστος.
- ≈ συνώνυμα: as, being that, for, given that, in that, seeing that και since
- ⮡ He left because he was ill.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- because - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 188, 189. ISBN 9780194325684., λήμμα: για, γιατί