apices
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]apices (en)
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]apices (en) αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του apex