anger

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anger (en) (μη μετρήσιμο)

  • ο θυμός, η οργή
    He suppressed his anger and accepted the compromise.
    Κατέπνιξε την οργή του και δέχτηκε το συμβιβασμό.
ενεστώτας anger
γ΄ ενικό ενεστώτα angers
αόριστος angered
παθητική μετοχή angered
ενεργητική μετοχή angering

anger (en)