overcrowded

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός overcrowded
συγκριτικός more overcrowded
υπερθετικός most overcrowded

overcrowded (en)

  • υπερπλήρης, καργαρισμένος, φισκαρισμένος, για ένα μέρος που έχει υπερβολικά πολλά άτομα ή πράγματα
    ⮡  The room is overcrowded.
    Η αίθουσα είναι υπερπλήρης.
    ⮡  The hold was overcrowded with cargo.
    Τα αμπάρια ήταν καργαρισμένα απ΄ το φορτίο.
    ⮡  The store is overcrowded (with people).
    Το μαγαζί είναι φισκαρισμένο (από κόσμο).

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

overcrowded (en)