necessarily
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | necessarily |
συγκριτικός | more necessarily |
υπερθετικός | most necessarily |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]necessarily (en)
- απαραίτητα, αναγκαστικά, υποχρεωτικά, χρησιμοποιείται για να πει ότι κάτι δεν μπορεί να αποφευχθεί
- ⮡ Every new subway stop that’s added to the transit system is not necessarily accompanied by changes to the bus routes.
- Η κάθε νέα στάση του μετρό που προστίθεται στο συγκοινωνιακό σύστημα δεν συνοδεύεται απαραίτητα από αλλαγές στις λεωφορειακές γραμμές.
- ⮡ Someone underweight isn't necessarily unhealthy.
- Το να είναι κάποιος λιποβαρής δεν είναι απαραίτητα ανθυγιεινό.
- ⮡ Eastern civilization is necessarily different than Western civilization.
- Ο πολιτισμός της Ανατολής είναι αναγκαστικά διαφορετικός από το δυτικό.
- ⮡ Every new subway stop that’s added to the transit system is not necessarily accompanied by changes to the bus routes.