mon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

mon (fr) αρσενικό, πληθυντικός mes

  • κτητική αντωνυμία α' προσώπου για έναν κτήτορα: μου