midden
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]midden < μεσοαγγλικά: midding, myddyng < παλαιά ολλανδικά: mykdyngja, (κράση των παλαιονορβηγικών: myk, myki («γλοιώδης λάσπη, κοπριά») και dyngja («κοπριά, κοπρόλοφος, λόφος/βουναλάκι κοπριάς»), από τα οποία προέκυψαν επίσης τα: δανικά: møgdynge και mødding, νορβηγικά: mødding, διαλεκτικά σουηδικά (τοπολαλιά): mödding
Κλίση
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
midden | middens |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]midden (en)
- σκουπιδόλοφος, λόφος απορριμμάτων
- αρχαία χωματερή (αποτελούμενη από χώμα, κόκκαλα και όστρακα)
- λόφος οργανικής αποσύνθεσης ή κοπρόλοφος (λόφος στον οποίο χωνεύεται η κοπριά [η αχώνευτη κοπριά καίει τα φυτά])
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- kitchen midden
- dunghill (σωρός κοπριάς)